
όσες μολότοφ ρίχτηκαν σ' όλη τη χώρα φέτος
τόσες ευχόμαστε χαρές να 'χει το νέο έτος...
Η μοναξιά...
…μέχρι που 17 χρονών συνέβη ένα γεγονός που με συγκλόνισε, με ξύπνησε, με συνειδητοποίησε και σημάδεψε τη ζωή μου. Καθόμουν στην πλατεία του χωριού, όταν με πλησίασε μια γυναίκα με δυο παιδιά. Κρατούσε ένα τετράδιο. Μου είπε: «Πάρτο, είσαι μορφωμένος, είσαι πρωτευουσιάνος, αξιοποίησέ το στη μνήμη του άνδρα μου». Hταν η χήρα του δασκάλου του χωριού, που τον εκτέλεσαν, σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, γιατί αρνήθηκε να πει «Ζήτω η Αμερική, κάτω ο Κομμουνισμός». Hταν ένα γράμμα που ξεχείλιζε από αγάπη για τα παιδιά του, τη γυναίκα του, την ανθρωπότητα. Τους εξηγούσε γιατί έπρεπε να πεθάνει για τις ιδέες του. Αυτό το γράμμα σφράγισε την προσωπικότητα και τη ζωή μου. Αυτή η περήφανη στάση του δάσκαλου, που δεν ήταν ο μόνος, αλλά ένας ανάμεσα σε χιλιάδες κομμουνιστές που αντιμετώπισαν περήφανα το εκτελεστικό απόσπασμα, δίνει την κατ’ αρχήν απάντηση σε όσους αναρωτιούνται γιατί ανέλαβα την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής μου στον ΕΛΑ, εγώ, ένας άνθρωπος 65 χρονών, όταν ο ανώνυμος κομμουνιστής 30 χρονών πέθαινε για να στηρίξει τις ιδέες του.
Τέτοιες μέρες του 1847 ο Karl Marx έδινε την τελική μορφή στο "Κομμουνιστικό Μανιφέστο". Τρεις μήνες μετά τον θάνατό του, τον Ιούνιο του 1883, ο Friedrich Engels συνόψιζε το περιεχόμενό του και απέδιδε εξ ολοκλήρου στον Marx την πατρότητα της κεντρικής ιδέας: "Η βασική ιδέα που κυριαρχεί στο Μανιφέστο είναι η ιδέα ότι η οικονομική παραγωγή και η κοινωνική διάρθρωση κάθε ιστορικής εποχής που προέρχεται απ' αυτήν, αναγκαστικά αποτελούν τη βάση για την πολιτική και πνευματική ιστορία αυτής της εποχής, ότι σύμφωνα μ' αυτά (από τον καιρό της διάλυσης της παμπάλαιας κοινής ιδιοκτησίας της γης) όλη η ιστορία ήταν ιστορία ταξικών αγώνων ανάμεσα σε τάξεις εκμεταλλευόμενες και τάξεις εκμεταλλεύτριες, ανάμεσα σε τάξεις υποτελείς και τάξεις κυρίαρχες, στις διάφορες βαθμίδες της κοινωνικής εξέλιξης, ότι όμως ο αγώνας αυτός έχει φτάσει τώρα μια βαθμίδα όπου η εκμεταλλευόμενη και καταπιεζόμενη τάξη (το προλεταριάτο) δε μπορεί πια ν' απελευθερωθεί από την τάξη που την εκμεταλλεύεται και την καταπιέζει (από την αστική τάξη), χωρίς να απελευθερώσει σύγχρονα και για πάντα ολόκληρη την κοινωνία από την εκμετάλλευση, την καταπίεση και τους ταξικούς αγώνες. Αυτή η βασική ιδέα ανήκει αποκλειστικά και μόνο στον Marx".
Ένα έθιμο που σώζεται ως τις μέρες μας (όπως όλα τα έθιμα που έχουν να κάνουν με χρήματα) είναι τα κάλαντα. Χιλιάδες παιδιά, ομάδες, σύλλογοι και φορείς, ξαμολιούνται στους δρόμους, στα μαγαζιά, στα σπίτια, ακόμα και στα μέσα μαζικής μεταφοράς (λαοφορεία κ.α.) και τραγουδούν για να βγάλουν χρήματα και δώρα (όπως και οι καλλιτέχνες). Το ρεπερτόριο περιλαμβάνει διάφορα τραγούδια όπως “Καλήν ημέρα δράκοντες”, “Άδεια Νύχτα”, “Τρίγωνα, τετράγωνα κι άλλες ανωμαλίες”, “Ο μικρός ντράμερ”, “Ω έλατο, της μάνας σας το κέρατο” και άλλα. Τα παιδιά χτυπούν το κουδούνι (το μόνο μέσο επικοινωνίας του σπιτιού με τον έξω κόσμο εκτός από το τηλέφωνο, αφού η ηχομόνωση, τα κάγκελα και οι πόρτες ανασφαλείας με τις δεκαπέντε μπάρες, δεν επιτρέπουν καμιά επαφή). Οι νοικοκυρές δεν ανοίγουν ή βγαίνουν με το σκουπόξυλο, φωνάζοντας “μας τα είπανε”, μη τυχόν και δώσουν κα’να ευρώ και δεν τους φτάσουν για τα τουλάχιστον τρία κομμωτήρια των ημερών.
Συνοψίζοντας, τα Χριστούγεννα είναι η γιορτή της αγίας κατανάλωσης. Όλη η πόλη μετατρέπεται σε ένα λαμπερό μπουρδέλο, με χιλιάδες φωτάκια που ζαλίζουν και με τον μονότονο ήχο τους να στοιχειώνει τους δρόμους και τα μπαλκόνια τις νύχτες. Τον καιρό αυτό επιδράμουν και οι καλικάντζαροι. Κάτι κακομούτσουνα ανθρωποειδή, που μόνο μέλημά τους έχουν την πρόκληση ζημιών στους ανθρώπους. Κι όμως, οι άνθρωποι αγαπούν τους καλικάντζαρους, τρέχουν ξωπίσω τους, τους επευφημούν και τους στηρίζουν. Τους στέλνουν σε μικρά και μεγάλα αξιώματα, για να ‘χουν να βρίζουν σ’ αυτά τον εαυτό τους. Κι έπειτα κάθονται αναπαυτικά, ελπίζοντας να έρθει η δική τους σειρά, η ώρα που θα μεταμορφωθούν κι εκείνοι σε καλικάντζαρους και θα τη βολέψουν.
Αυτές τις μέρες του κούφιου πανηγυριού, οι λιγοστοί εναπομείναντες άνθρωποι βρίσκονται σε περισυλλογή. Όπως και τις υπόλοιπες μέρες. Οι άλλοι χαχανίζουν και γιορτάζουν, επίσης όπως τις υπόλοιπες μέρες. Κι ο νέος χρόνος έρχεται. Μόνο που οι ευχές ουδέποτε κατάφεραν ν’ αλλάξουν το παραμικρό. Γιατί κάθε νέος χρόνος είναι συνέχεια των περασμένων και θερίζει κανείς ό,τι έσπειρε. Καμιά ευχή και καμιά νεράιδα με μαγικό ραβδάκι δεν μπορούν ν’ αλλάξουν το παραμικρό. Ο Χριστός, ο κάθε Χριστός γεννιέται για να σταυρωθεί. Γιατί οι άνθρωποι έχουν διαλέξει εδώ κι αιώνες τον τρόπο με τον οποίο θέλουν να ζουν.
Κάθε νύχτα στην αυλή
Στα μικρά, σκοτεινά δωμάτιά τους δεν υπάρχουν τηλεοράσεις, αλλά βιβλία. Έχουν γεράσει αλλά δεν φαίνονται κουρασμένοι. Δεν ξέρουν τι είναι επιπολαιότητα. Η ηθική τους είναι βουβή αλλά δεν αφήνει καμιά αμφιβολία. Δεν καταλαβαίνουν πια τον κόσμο. Η βία τους είναι γνωστή, την ευχαρίστηση στη βία τη βλέπουν με υποψία. Είναι μόνοι και καχύποπτοι. Μόλις όμως περάσεις το κατώφλι πού μας χωρίζει απ’ αυτούς, ανοίγει αμέσως ένας κόσμος έτοιμος για βοήθεια και αλληλεγγύη. Όποιος τους γνωρίζει, θαυμάζει πόσο διαυγείς, πόσο λίγο πικραμένοι είναι. Πολύ λιγότερο από τους νεαρούς επισκέπτες τους. Δεν είναι μελαγχολικοί. Η ευγένειά τους είναι προλεταριακή. Η αξιοπρέπειά τους, ανθρώπων που δεν παραδόθηκαν ποτέ. Δε χρωστούν ευγνωμοσύνη σε κανένα. Κανένας δεν τους προώθησε. Δεν πήραν τίποτε, δεν ξεκοκάλισαν υποτροφίες. Η καλοπέραση δεν τους ενδιαφέρει. Δεν αγοράζονται. Η συνείδηση τους είναι εντάξει. Δεν είναι τίποτα τσακισμένοι τύποι. Η φυσική τους κατάσταση είναι άριστη. Δεν έχουν τρελαθεί, δεν είναι νευρωτικοί, δε χρειάζονται ναρκωτικά. Δε μοιρολογούν. Δε μετανιώνουν. Οι ήττες τους δεν τους απογοήτευσαν. Ξέρουν ότι έκαναν λάθη, αλλά δεν παίρνουν τίποτε πίσω. Οι παλιοί άντρες της επανάστασης είναι δυνατότεροι από όλα όσα ήρθαν μετά απ’ αυτούς…
Η πίστη στη δήθεν δημιουργική ικανότητα της εξουσίας, στηρίζεται σε μια τεράστια αυταπάτη. Η εξουσία αυτή καθεαυτή είναι εντελώς ανίκανη να δημιουργήσει ο,τιδήποτε, επειδή στηρίζεται εξ ολοκλήρου στη δημιουργική δραστηριότητα των υπηκόων της, αν υποθέσουμε ότι αυτή υπάρχει. Τίποτε δεν είναι περισσότερο εσφαλμένο από τη διαδεδομένη αντίληψη περί του κράτους ως του πραγματικού δημιουργού της προόδου του πολιτισμού. Η αλήθεια βρίσκεται προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Το κράτος λειτούργησε από τις απαρχές του αναχαιτιστικά και με φοβερή καχυποψία απέναντι στην ανάπτυξη κάθε ανώτερης μορφής πολιτισμού. Τα κράτη δεν δημιουργούν κανένα πολιτισμό, αντιθέτως συχνά καταστρέφονται από ανώτερες μορφές πολιτισμού. Η εξουσία και ο πολιτισμός είναι στην πιο βαθιά τους σημασία ασυμφιλίωτοι εχθροί. Η δύναμη της πρώτης συμβαδίζει πάντα με την αδυναμία του δεύτερου.
Je vois des femmes avec les signes du bonheur, dont, moi, j' aurais pu faire de bonnes camarades, devorees tout d' abord par brutes sensibles comme des buchers...
Ένα καλογραμμένο βιβλίο όπου μπορείς να βρεις καινούργιες σκέψεις, μια καλή πένα που σου δίνει τη δυνατότητα να μεταδώσεις τις σκέψεις σου στους άλλους, ήταν πάντα για μένα κι εξακολουθούν να είναι ακόμα τα πιο ακριβά και τα πιο αξιαγάπητα επιτεύγματα του πολιτισμού. Η επιθυμία για μάθηση δεν μ’ εγκατέλειψε ποτέ και πολλές φορές στη ζωή μου δοκίμασα το αίσθημα πως η επανάσταση μ’ εμπόδιζε να εργαστώ συστηματικά. Ωστόσο, σχεδόν το ένα τρίτο του αιώνα στη ζωή μου πέρασε ολοκληρωτικά γεμάτο από την επαναστατική πάλη. Κι αν θα έπρεπε να ξαναρχίσω, θα ξανάπαιρνα δίχως δισταγμό τον ίδιο δρόμο...
"Παντού όπου η αστική τάξη ήρθε στην εξουσία, κατέστρεψε όλες τις φεουδαρχικές, πατριαρχικές και ειδυλλιακές σχέσεις. Έσπασε χωρίς οίκτο τους πολυποίκιλους φεουδαρχικούς δεσμούς που συνδέανε τον άνθρωπο με τους φυσικούς ανώτερούς του και δεν άφησε κανέναν άλλο δεσμό ανάμεσα σε άνθρωπο και σε άνθρωπο, εκτός από το γυμνό συμφέρον, από την αναίσθητη «πληρωμή τοις μετρητοίς». Έπνιξε στα παγωμένα νερά του εγωιστικού υπολογισμού τα ιερά ρίγη του ευλαβικού ρεμβασμού, του ιπποτικού ενθουσιασμού, της μικροαστικής μελαγχολίας. Μετέτρεψε την προσωπική αξιοπρέπεια σε ανταλλακτική αξία και στη θέση των απειράριθμων γραφτών και των έντιμα αποκτημένων ελευθεριών έβαλε τη μοναδική ασυνείδητη ελευθερία του εμπορίου. Με μια λέξη, στη θέση της καλυμμένης με θρησκευτικές και πολιτικές αυταπάτες εκμετάλλευσης, έβαλε την ανοιχτή, ξεδιάντροπη, άμεση, σκληρή εκμετάλλευση.
Διαρρήχτες του ήλιου
«Αυτοί που βρίσκονται ψηλά θεωρούνε ταπεινό να μιλάς για το φαΐ. Ο λόγος; έχουνε κιόλας φάει. (...) Αν δε νοιαστούν οι ταπεινοί γι' αυτό που είναι ταπεινό ποτέ δεν θα υψωθούν. (...) Αυτοί που αρπάζουν το φαΐ απ' το τραπέζι κηρύχνουν τη λιτότητα. Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσίματα ζητάν θυσίες. Οι χορτάτοι μιλάν' στους πεινασμένους για τις μεγάλες εποχές που θά 'ρθουν. (...) Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε: πόλεμος και ειρήνη είναι δυο πράγματα ολότελα διαφορετικά. Ομως η ειρήνη τους κι ο πόλεμός τους μοιάζουν όπως ο άνεμος κι η θύελλα. Ο πόλεμος γεννιέται απ' την ειρήνη τους καθώς ο γιος από τη μάνα. Εχει τα δικά της απαίσια χαρακτηριστικά. Ο πόλεμός τους σκοτώνει ό,τι άφησε όρθιο η ειρήνη τους»
Θλιβερή είναι η μοίρα όλων των τεχνών μέσα σ' εκείνο το στενό αδιέξοδο που μας σέρνει το τρένο της Ιστορίας.
...τα μάτια μας θα ζήσουνε και πέρα από το θάνατό μας
"H άποψη ότι η ελευθερία του ενός σταματάει εκεί όπου αρχίζει η ελευθερία του άλλου αποτελεί συμπύκνωση της αστικής αντίληψης για τον άνθρωπο. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, το άτομο θεωρείται αυτόνομη προσωπικότητα που αγωνίζεται για το προσωπικό του συμφέρον, το οποίο έχει ως θεμέλιο την ιδιωτική ιδιοκτησία. Tα άτομα της αστικής ανθρωπολογίας, συνεπώς, θεωρούνται ξένα, αν όχι εχθρικά μεταξύ τους, σε έναν ανταγωνιστικό κόσμο όπου η έννοια του κοινού συμφέροντος είναι πλασματική. Έτσι όμως το άτομο μένει μετέωρο, χωρίς κοινωνικούς δεσμούς και η ανθρώπινη, ιστορικά κατακτημένη ουσία του εκκενώνεται από το θετικό της περιεχόμενο. H ελευθερία, με την προηγούμενη έννοια, είναι αρνητική. Eίναι η άρνηση της μαρξιστικής αντίληψης, κατά την οποία η ελευθερία του ενός είναι προϋπόθεση για την ελευθερία του άλλου. H έννοια της ελευθερίας δεν μπορεί να νοηθεί έξω από το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων και προπαντός των σχέσεων ιδιοκτησίας. H «ελευθερία» του ατόμου που μάχεται για το προσωπικό του συμφέρον είναι συνεπώς η άρνηση μιας ουσιαστικής, θετικής ελευθερίας θεμελιωμένης στο κοινό συμφέρον και στη συλλογική προσπάθεια".
Η δυτική τέχνη ενοχλείται πολύ από τη βροχή. Σπάνιοι είναι οι πίνακες που την αναπαριστούν. Αληθεύει βέβαια πως δεν λείπουν οι ομπρέλες. Μήτε τα σύννεφα και οι ομίχλες. Υπάρχει πληθώρα από "Μετά τη βροχή" ή "Πριν από την μπόρα". Και κάμποσα "Καλοκαιρία πριν από τη θύελλα στο Σεβερνί" και "Απειλή καταιγίδας ανοιχτά του Ουεσάν". Οι θύελλες δεν είναι σπάνιες, αλλά όχι πως πέφτουν και καρεκλοπόδαρα. Η βροχή είναι ένα θέμα που το χειρίστηκαν όπως τον έρωτα: μια χιονοστιβάδα πληροφοριών για το πριν και το μετά, αλλά τίποτε που να περιγράφει το κατά τη διάρκεια. Οφείλουμε πάντως να ομολογήσουμε ότι οι ριπές που μας έρχονται από ψηλά θέτουν σοβαρά αισθητικά προβλήματα. Οι εραστές της μορφής υποφέρουν να βλέπουν τις σταλαγματιές να αργοκυλούν και στη συνέχεια να εξαφανίζονται. Οι φανατικοί του χρώματος θρηνούν πικρά την απουσία του ήλιου και την έλλειψη του φωτός. Αναμφίβολα θα μπορούσε κανείς να απαριθμήσει μερικά έργα των Τάρνερ, Μπουντέν, Πισαρό, Γουίστλερ ή του Μαρκέ βουτηγμένα στην υγρασία, κάτι που είναι προς τιμή τους, αλλά δεν αρκεί. Στη συνέχεια, στον εικοστό αιώνα, η ζωγραφική έπαψε να ασχολείται με το πραγματικό και το πρόβλημα δεν ετίθετο πλέον. Βροχή ή καλοκαιρία, αμφιταλαντεύονται ο Μοντριάν, ο Καντίνσκι, ο Μάλεβιτς, αλλά και ο Πικάσο. Το ίδιο ο Πόλοκ, ο Ράουσενμπεργκ, ο Κλάιν και ο Φοντάνα. Πάει πολύς καιρός που τα ατελιέ δεν ασχολούνται πια με το μετεωρολογικό δελτίο. Κι αυτό ίσως δεν είναι χειρότερο.
Ενδεια φέρον συχνά το ενδιαφέρον, σ’ αυτό τον κόσμο που μπορεί να ρερητόρευσε το ρερητορευμένο ρο, αλλά κολλάει στα εξεζητημένα ζήτα και ζήτω –γι’ αυτό και εγεγαμήθη παρά του γεγαμημένου γάμα- κι εξακολουθεί να πορεύεται εθελοτυφλώντας… Ομως, όσο είμαστε όρθιοι, ας συνεχίσουμε να κάνουμε τους προϊστορικούς δυνάστες του Ανθρώπου –που δεν είναι πάντα μόνο απέναντι- ν’ ανησυχούν…