«Η πόλη δεν υπάρχει πια, παρά μόνο σαν πολιτιστικό φάντασμα για τουρίστες. Κάθε εστιατόριο των εθνικών δρόμων με τις συσκευές τηλεόρασης, με τις εφημερίδες και τα περιοδικά του, είναι το ίδιο κοσμοπολίτικο με τη Νέα Υόρκη ή το Παρίσι. Ο χωρικός ήταν πάντοτε ένα παράσιτο των προαστίων. Ο γεωργός δεν υπάρχει πια, σήμερα είναι κάτοικος των "πόλεων". Η μητρόπολη είναι σήμερα μια αίθουσα διδασκαλίας, δάσκαλοί της οι διαφημίσεις. Η αίθουσα διδασκαλίας είναι ένα άχρηστο κρατητήριο, μια φεουδαλική ειρκτή. Άχρηστη είναι η μητρόπολη. Ρωτήστε τον κομπιούτερ. Η ακαριαία οικουμενική κάλυψη της ραδιοτηλεόρασης αφαιρεί κάθε νόημα και λειτουργικότητα από τη φόρμα πόλη. Οι πόλεις είχαν κάποτε σχέση με τις πραγματικότητες της παραγωγής και της ενδο-επικοινωνίας. Όχι τώρα.
Ως που εφευρέθηκε η γραφή, ζούσαμε σ’ έναν ακουστικό χώρο όπου σήμερα ζει ο Εσκιμώος: Ασύνορος, χωρίς κατεύθυνση, χωρίς ορίζοντα, το σκοτάδι του νου, ο κόσμος των αισθημάτων, αρχέγονη ενόραση, τρόμος. Η λαλιά είναι ο κοινωνικός χάρτης αυτού του σκοτεινού βάλτου. Η λαλιά δομεί την άβυσσο του διανοητικού και ακουστικού χώρου που περιβάλλει το είδος μας, είναι η κοσμική, αόρατη αρχιτεκτονική του ανθρώπινου σκοταδιού. Μίλα μου για να σε δω. Η γραφή έριξε μια δέσμη φωτός στις υψηλές, μελαγχολικές Σιέρες της λαλιάς. Η γραφή είναι η οπτικοποίηση του ακουστικού χώρου. Καταύγασε το σκοτάδι. Το χέρι που γέμισε το χαρτί έχτισε μια πόλη. Η μηχανοποίηση της γραφής μηχανοποίησε την οπτικο-ακουστική μεταφορά, πάνω στην οποία βασίστηκε ολόκληρος ο πολιτισμός, δημιούργησε την αίθουσα διδασκαλίας και τη μαζική εκπαίδευση, το σύγχρονο τύπο και τον τηλέγραφο. Ήταν η αρχική γραμμή παραγωγής.
Ταυτόχρονη έκανε την Ιστορία ο Γουτεμβέργιος: Το φορητό βιβλίο έφερε τον κόσμο των νεκρών στο χώρο της βιβλιοθήκης του τζέντλεμαν, ο τηλέγραφος έφερε ολόκληρο τον κόσμο των ζωντανών στο πρωινό τραπέζι του εργάτη.
Η φωτογραφία ήταν η μηχανοποίηση της προοπτικής ζωγραφικής και του αιχμάλωτου ματιού. Έσπασε τα σύνορα του εθνικιστικού, τοπικιστικού χώρου που δημιούργησε ο τύπος. Ο τύπος ανέτρεψε την ισορροπία του προφορικού και του γραπτού λόγου, η φωτογραφία ανέτρεψε την ισορροπία του αυτιού και του ματιού. Το ραδιόφωνο, το τηλέφωνο και το γραμμόφωνο είναι η μηχανοποίηση του μετεγγράμματου ακουστικού χώρου. Το ραδιόφωνο μας ξαναγυρίζει πίσω στο σκοτάδι του νου, στις αποβάσεις από τον Άρη και στον Orson Wells. Μηχανοποιεί το πηγάδι της μοναξιάς που είναι ο ακουστικός χώρος: Ο χτύπος της ανθρώπινης καρδιάς ακουσμένος μέσα από ένα ραδιοφωνικό σύστημα, προσφέρει ένα πηγάδι μοναξιάς που μέσα του μπορεί να πνιγεί ο καθένας. Ο κινηματογράφος και η τηλεόραση συμπληρώνουν τον κύκλο της μηχανοποίησης του ανθρώπινου αισθητηρίου. Με το πανταχού παρόν αυτί και το κινούμενο μάτι έχουμε εκμηδενίσει τη γραφή, την εξειδικευμένη οπτικο-ακουστική μεταφορά που θεμελίωσε τη δυναμική του δυτικού πολιτισμού. Ξεπερνώντας τη γραφή έχουμε αποκτήσει ξανά την ολότητά μας, όχι σε εθνικό ή πολιτιστικό, αλλά σε κοσμικό επίπεδο. Έχουμε προκαλέσει την ανάδυση ενός υπερ-πολιτισμένου υπο-πρωτόγονου ανθρώπου.
Κανείς δεν ξέρει ακόμα τη γλώσσα την εγγενή στη νέα τεχνολογική κουλτούρα. Είμαστε όλοι τυφλοί και κωφάλαλοι ως προς τη νέα κατάσταση. Οι πιο εντυπωσιακές λέξεις και σκέψεις μας μάς προδίνουν κάνοντάς μας να αναφερόμαστε σε ό,τι υπήρχε πριν, όχι σε ό,τι υπάρχει τώρα. Έχουμε επιστρέψει στον ακουστικό χώρο. Αρχίζουμε να δομούμε ξανά τα αρχέγονα αισθήματα και συναισθήματα, από τα οποία τρεις χιλιάδες χρόνια γραμματικής παιδείας μας είχαν χωρίσει.
Τα χέρια δεν έχουν δάκρυα να χύσουν».
Ως που εφευρέθηκε η γραφή, ζούσαμε σ’ έναν ακουστικό χώρο όπου σήμερα ζει ο Εσκιμώος: Ασύνορος, χωρίς κατεύθυνση, χωρίς ορίζοντα, το σκοτάδι του νου, ο κόσμος των αισθημάτων, αρχέγονη ενόραση, τρόμος. Η λαλιά είναι ο κοινωνικός χάρτης αυτού του σκοτεινού βάλτου. Η λαλιά δομεί την άβυσσο του διανοητικού και ακουστικού χώρου που περιβάλλει το είδος μας, είναι η κοσμική, αόρατη αρχιτεκτονική του ανθρώπινου σκοταδιού. Μίλα μου για να σε δω. Η γραφή έριξε μια δέσμη φωτός στις υψηλές, μελαγχολικές Σιέρες της λαλιάς. Η γραφή είναι η οπτικοποίηση του ακουστικού χώρου. Καταύγασε το σκοτάδι. Το χέρι που γέμισε το χαρτί έχτισε μια πόλη. Η μηχανοποίηση της γραφής μηχανοποίησε την οπτικο-ακουστική μεταφορά, πάνω στην οποία βασίστηκε ολόκληρος ο πολιτισμός, δημιούργησε την αίθουσα διδασκαλίας και τη μαζική εκπαίδευση, το σύγχρονο τύπο και τον τηλέγραφο. Ήταν η αρχική γραμμή παραγωγής.
Ταυτόχρονη έκανε την Ιστορία ο Γουτεμβέργιος: Το φορητό βιβλίο έφερε τον κόσμο των νεκρών στο χώρο της βιβλιοθήκης του τζέντλεμαν, ο τηλέγραφος έφερε ολόκληρο τον κόσμο των ζωντανών στο πρωινό τραπέζι του εργάτη.
Η φωτογραφία ήταν η μηχανοποίηση της προοπτικής ζωγραφικής και του αιχμάλωτου ματιού. Έσπασε τα σύνορα του εθνικιστικού, τοπικιστικού χώρου που δημιούργησε ο τύπος. Ο τύπος ανέτρεψε την ισορροπία του προφορικού και του γραπτού λόγου, η φωτογραφία ανέτρεψε την ισορροπία του αυτιού και του ματιού. Το ραδιόφωνο, το τηλέφωνο και το γραμμόφωνο είναι η μηχανοποίηση του μετεγγράμματου ακουστικού χώρου. Το ραδιόφωνο μας ξαναγυρίζει πίσω στο σκοτάδι του νου, στις αποβάσεις από τον Άρη και στον Orson Wells. Μηχανοποιεί το πηγάδι της μοναξιάς που είναι ο ακουστικός χώρος: Ο χτύπος της ανθρώπινης καρδιάς ακουσμένος μέσα από ένα ραδιοφωνικό σύστημα, προσφέρει ένα πηγάδι μοναξιάς που μέσα του μπορεί να πνιγεί ο καθένας. Ο κινηματογράφος και η τηλεόραση συμπληρώνουν τον κύκλο της μηχανοποίησης του ανθρώπινου αισθητηρίου. Με το πανταχού παρόν αυτί και το κινούμενο μάτι έχουμε εκμηδενίσει τη γραφή, την εξειδικευμένη οπτικο-ακουστική μεταφορά που θεμελίωσε τη δυναμική του δυτικού πολιτισμού. Ξεπερνώντας τη γραφή έχουμε αποκτήσει ξανά την ολότητά μας, όχι σε εθνικό ή πολιτιστικό, αλλά σε κοσμικό επίπεδο. Έχουμε προκαλέσει την ανάδυση ενός υπερ-πολιτισμένου υπο-πρωτόγονου ανθρώπου.
Κανείς δεν ξέρει ακόμα τη γλώσσα την εγγενή στη νέα τεχνολογική κουλτούρα. Είμαστε όλοι τυφλοί και κωφάλαλοι ως προς τη νέα κατάσταση. Οι πιο εντυπωσιακές λέξεις και σκέψεις μας μάς προδίνουν κάνοντάς μας να αναφερόμαστε σε ό,τι υπήρχε πριν, όχι σε ό,τι υπάρχει τώρα. Έχουμε επιστρέψει στον ακουστικό χώρο. Αρχίζουμε να δομούμε ξανά τα αρχέγονα αισθήματα και συναισθήματα, από τα οποία τρεις χιλιάδες χρόνια γραμματικής παιδείας μας είχαν χωρίσει.
Τα χέρια δεν έχουν δάκρυα να χύσουν».
Dylan Thomas
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου