Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Μια φορά κι έναν καιρό η Ελλάδα ήταν μια παραμυθένια χώρα που καμιά σχέση δεν έχει με το σημερινό σκατότοπο.
Είχε βασιλιά, τον Κωνσταντίνο. Και βασίλισσα, την Άννα Μαρία. Αυτοί οι δυο, εκείνον τον καιρό είχαν και δυο παιδάκια. Ένα κοριτσάκι, την Αλεξία κι ένα μικρότερο αγοράκι, τον Παύλο. Μια ευτυχισμένη οικογένεια που ασχολούνταν αποκλειστικά με τα του οίκου της (σκασίλα τους τα υπόλοιπα, άλλωστε υπήρχε μια δαιμόνια γιαγιά για να ασχοληθεί με αυτά).
Δε θα σταθώ σε γενικότητες. Μια μικρούλα στιγμή θέλω να περιγράψω, ένα τόσο δα περιστατικό που σκάει νοσταλγικό μέσα από τη μνήμη και αντιδιαστέλλεται με τη σημερινή πεζή πραγματικότητα.
Ήταν ένα καλοκαιρινό απόγευμα. Έσκαγε η Αθήνα από τη ζέστη. Οι βασιλείς στο βασιλικό κήπο, είχαν απλωμένες τις βασιλικές αρίδες τους στις βασιλικές ξαπλώστρες και έχασκαν μέσα στη ζέστη και την αφόρητη πλήξη τού να μην έχεις να κάνεις τίποτε. Η βασίλισσα έπαιρνε πού και πού και κανέναν υπνάκο αλλά τιναζόταν απότομα για να ισιώσει λιγουλάκι τη φούστα της που ίσως να ανέβαινε λίγο παραπάνω από όσο επέτρεπε το πρωτόκολλο. Τα παιδάκια έπαιζαν αμέριμνα υπό την επίβλεψη της –μάλλον Γερμανίδας- νταντάς. Επίβλεψη-ξεεπίβλεψη όμως, ο μικρούλης Παύλος κάποια στιγμή παραπάτησε και έπεσε με τη μούρη στο χώμα. Και τότε συνέβη εκείνο που αναστάτωσε τα ανάκτορα εκ θεμελίων. Η πριγκίπισσα έτρεξε προς τους γονείς και αναφώνησε: «Μαμά, ο Παύλος έπεσε και …βάρεσε το κεφάλι του».
«Βάρεσε»; Η πριγκίπισσα είπε τη λέξη «βάρεσε».
Κεραυνός εν αιθρία το γλωσσικό ατόπημα της πριντσιπέσσας… Το οποίο προφανώς προκάλεσε κατά πρώτον απίστευτη φρίκη στην καλλιεργημένη νταντά. Εκείνη ήταν άλλωστε αυτή που το ανέδειξε ως σοβαρό διπλωματικό επεισόδιο, δεδομένου ότι ο πατέρας δεν ήταν σίγουρο ότι άκουγε ξύπνιος, η δε μητέρα το πολύ–πολύ να είχε καταλάβει τη λέξη «Παύλος».
Αναζητήθηκε ο αίτιος που εισήγαγε τη λέξη-ιό στα ανάκτορα. Ανακρίθηκαν νταντάδες, καμαριέρες, μάγειροι, αρχιθαλαμηπόλοι, σταυλίτες. Ακόμη και τα βασιλικά άλογα.
Άλλοι καιροί. Τι να λέμε τώρα. Αχ! Ο tempora, o mores. Άλλη εποχή. Άλλο ήθος, άλλη κουλτούρα, μια εσάνς διαφορετική, μια λεπτότης σε όλα. Κι οι ηγεμόνες στο ύψος τους. Να ζέχνουν οι κώλοι τους κάτι από βρετανική ευγένεια.
Τα πράγματα από τότε άλλαξαν δραματικά. Σήμερα, κοινωνικο-πολιτικο-διαπλοκο–ζαμανφουτιστικές συγκυρίες οδήγησαν σε ένα διαφορετικό στάτους την επικοινωνία, τη γλώσσα, την έκφραση.
Προσπαθώ να εντοπίσω παρόμοια φαινόμενα του παρελθόντος μέσα βέβαια -ομολογώ- σε ένα περιορισμένο γνωστικό πεδίο.
Τα πρώτα ιταλικά, η πρώτη… μεταλατινική γλώσσα της γείτονος ονομάστηκε volgare. Από τη λέξη «volgo» που σημαίνει -μεταξύ άλλων- όχλος. Κάτι ανάλογο με τον χαρακτηρισμό της δημοτικής μας ως «μαλλιαρής».
Εκεί, φυσικά, είχαμε να κάνουμε με τον λυσσασμένο πόλεμο της συντήρησης ενάντια στη ζωή και στη ζωντάνια. Καμιά σύγκριση με αυτό που τεκταίνεται την σήμερον στα άδυτα των βουλευτικών ανακτόρων. Και που δημοσιοποιείται σηματοδοτώντας νέους κώδικες επικοινωνίας. Που εισάγει νέα ήθη, κάνει απίστευτα ελαστικά τα πάντα, μετατοπίζει τα σύνορα τού τι είναι χυδαίο, καταπατώντας ολοένα τα πεδία της ποιότητας, χωνεύοντας και το ατσάλι.
Το «θα κάνω αυτό που προβλέπει το καταστατικό του κόμματος στην περίπτωσή σου» αντικαταστάθηκε από το «θα σου γαμήσω τα πρέκια». Το «ο πρωθυπουργός ως άνθρωπος έκανε κι αυτός ένα λάθος», αντικαταστάθηκε με το «αφού είναι μαλάκας». Το «αλήθεια, έτσι με αποκαλεί ο υφιστάμενός μου» αντικαταστάθηκε από το «τι λέει ο πούστης». Κι αν ανοίξει κι όλα του τα χαρτιά ο φέρελπις νέος και πει να ξύσει την κασίδα του, έχουμε να χαρούμε -φοβούμαι- κι άλλους, ποιοτικότερους διαλόγους, εκπεφρασμένους ακόμη πιο αριστοτεχνικά.
Θα μου πεις είναι καιρός τώρα να ασχολούμαστε με γλωσσικά προβλήματα και παρόμοια θέματα; Να συγκρίνουμε βασιλείς με πρωθυπουργούς; Να πισωγυρίζουμε; Ο κόσμος να καίγεται και η τρελή να χτενίζεται; Ίσως ναι, ίσως όχι. Η αλήθεια είναι ότι έχουμε να νοιαστούμε για θέματα πιο σοβαρά. Όπως τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων. Και να τα αναλύσουμε. Ότι ο λαός γουστάρει τους αρχηγούς-επιβήτορες το έχει ήδη αποδείξει χρόνια τώρα. Το θέμα είναι το «γιατί».
«Το έργο της πολιτικής» έλεγε ο παππούς Αριστοτέλης κάποτε, «είναι να δημιουργεί φιλία». Μέσα στους αιώνες (φυσικό ίσως φαινόμενο η παρήχηση) οι λέξεις, βότσαλα στο ακρογιάλι, φαγώθηκαν από το κύμα κι η φιλία έγινε δουλεία.
Επιλέγουμε την παράδοση της «φθοράς» και με την ψήφο μας βάζουμε προθέματα στις λέξεις, επιλέγοντας την εθελοδουλεία. Τα αφαιρούμε όταν είναι αργά. Όταν έχουμε πια γίνει λεία. Από ό,τι φαίνεται όμως, δεν σκάμε και πολύ για τίποτε. Οι περισσότεροι από μας. Λίγο γκρινιάζουμε πού και πού, αλλά όσο οι επιβήτορες με την πρόστυχη γλώσσα αναδίνουν περισσότερη βαρβατίλα, φαίνεται μας σκλαβώνουν περισσότερο.
Είναι αυτό που λένε οι Γάλλοι με τη… φινέτσα που τους διακρίνει: «cocu, battu et content».
Κερατωμένος, δαρμένος κι ευχαριστημένος.
Κατερίνα Σ.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ωρέο κιμαινο!
Ενταξει, έσπασα, θα ομολογήσω,δαιν ανταίχο άλω.
Αιγό ισίγαγα τι λαίξι "βάρεσε" στα ανάκτωρα.
Σώρυ γεια τιν αναστάτοσι.

theogrocer είπε...

Μύξα να κάνεις. Κάτι τέτοιο!