Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

Στην εποχή που κυβερνούσε την Ελλάδα ο Καποδίστριας, ζούσε στο Ναύπλιο μια ζητιάνα που την έλεγαν «Ψωροκώσταινα». Σε μια συνεδρίαση της Συνέλευσης και θέλοντας κάποιος να πει για τη φτώχεια του ελληνικού δημοσίου, το παρομοίασε με την πασίγνωστη ζητιάνα. Από τότε η λέξη επαναλήφθηκε στις συζητήσεις και τελικά επικράτησε, μόνο που όταν λέγεται τώρα υπονοεί ολόκληρη την χώρα.
Η όλη ιστορία της Ψωροκώσταινας (Ευ. Δαδιώτης, «Αιγαιοπελαγίτικα» τεύχος 13) είναι η εξής: «Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι», είπε περήφανα η γριά πλύστρα Χατζηκώσταινα και τα άφησε πάνω στο τραπέζι που είχε στήσει στην πλατεία του Ναυπλίου η ερανική επιτροπή, εκείνη την Κυριακή του 1826.Ύστερα από αυτή την απρόσμενη χειρονομία, κάποιος από το πλήθος φώναξε: «Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της". Κι αμέσως το φιλότιμο πήρε και έδωσε. Βροχή πέφταν πάνω στο τραπέζι λίρες, γρόσια και ασημικά. Αυτή ήταν η συνέχεια της φτωχής προσφοράς της πλύστρας Χατζηκώσταινας, που από εκείνη τη στιγμή απαθανατίστηκε με το παρατσούκλι «Ψωροκώσταινα». Και το παρανόμι αυτό κόλλησε έπειτα στην Ελλάδα. Αλλά, ποιά ήταν αυτή η «Ψωροκώσταινα»; Ήταν η κάποτε αρχόντισσα των Κυδωνιών (Αϊβαλιού) Πανωραία Χατζηκώστα, σύζυγος πάμπλουτου Αϊβαλιώτη εμπόρου, που φημιζόταν όχι μόνο για τα πλούτη του άνδρα της, μα και για τα πολλά δικά της κι ακόμα για την ομορφιά της. Όταν αργότερα οι Τούρκοι πυρπόλησαν την πολιτεία κι έσφαξαν άνδρες και γυναικόπαιδα, ανάμεσα σε αυτούς που σώθηκαν ήταν και η αρχόντισσα Πανωραία Χατζηκώστα, που είδε να σφάζουν οι Τούρκοι τον άνδρα της και τα παιδιά της. Κατά καλή της τύχη ένας ναύτης την βοήθησε και μαζί με άλλους την ανέβασε σε ένα καράβι που ξεμπάρκαρε στα Ψαρά. Εκεί αναγνωρίστηκε από τον ομοιοπαθή της Βενιαμίν τον Λέσβιο, που την προστάτεψε και τον ακολούθησε στην Πελοπόννησο. Στο Ναύπλιο, ο Βενιαμίν παρέδιδε μαθήματα για να ζήσει και η Πανωραία άρχισε να ξενοπλένει και αργότερα -με σαλεμένα σχεδόν τα λογικά της- ζητιάνευε στους δρόμους της πόλης. Έπειτα από το περιστατικό του εράνου, όταν έφτασε ο Καποδίστριας στην Ελλάδα τη συμμάζεψε κι όταν ίδρυσε το ορφανοτροφείο, η Πανωραία -που τώρα ήταν γνωστή με το παρανόμι «Ψωροκώσταινα»- προσφέρθηκε να πλένει τα ρούχα των ορφανών χωρίς καμιά πληρωμή.

2 σχόλια:

chrismos είπε...

Καταπληκτικό το χρονικό, που (επιτέλους!) ερμηνεύει ένα παλιό "παρανόμι" με άγνωστη (σε πολλούς από μας) ιστορική ρίζα!

Μου 'φερε στο νου τούς "στίχοι" από το "Ελλάδα (Λένγκω)", που μάλλον συμπληρώνω παρά φράζω:

Αυτή παιδιά μου ήταν τότες η μανούλα
(Ελλαδούλα, έλα δούλα)
ο κήπος ύστερα εγέμισε ληστές
(Capital & Social)
το κοριτσάκι μας το ντύσανε γριούλα
κι απ΄τα κουρέλια του φαινότανε οι πληγές
κι αν μας χτυπάει με μανία και φωνάζει

(κι αν μ' άχτι πάει κι αίμα νεανία και φόνο ζει)
τη βάζουν άλλοι με συμφέροντα πολλά
(εννοεί το ντόπιο και ξένο αληταριό)
το όνειρο που φεύγει τη τρομάζει
να αναζητάει μιά χαμένη ελευτεριά


Λεν: Γκολ, έν γκολ! a goal and go...

theogrocer είπε...

Επί βεβαίω νέτε για πόλος τύφο rap ω σόλα μπορεί ν' αλήτου ργ' ήσουν γόνιμο ποιητικά γιατί sunny σ' είχες ψυχές.
Ω Ρέα έρμη Νία!